- κρατυντήριος
- κρατυντήριοςstrengtheningmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρατυντήριος — κρατυντήριος, ία, ον (Α) 1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικός («κρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια τίτλος έργου τού Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του 3. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
κρατυντηρίοις — κρατυντήριος strengthening masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατυντήρια — κρατυντήριος strengthening neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)